Σήμερα συνεχίζουμε με το δεύτερο και τελευταίο μέρος της:
«Ο Αμβρόσιος, εκ των διαπρεπεστέρων επί μορφώσει και παιδεία ιεραρχών, έχων συνεργάτην του πεπειραμένον Πρωτοσύγκελον, τον γηραιόν Προκόπιον Βρυάντιον εκ Ταταούλων της Κωνσταντινουπόλεως, είχεν ηλικίαν 56 περίπου ετών, υψηλού μάλλον αναστήματος, μεγαλοπρεπής το ανάστημα και με γενειάδα μιξοπόλιον[1]. Η δράσις του εν τη νέα ευρεία επισκοπική περιφερεία του υπήρξε μοναδική, πρότυπον δε χριστιανικής όντως αυταπαρνήσεως και μεγαλοψυχίας, αρκούντως εζωγραφισμένης επί της συμπαθητικής μορφής του. Ευσεβής και αρχαϊκός κατά βάθος, εδέχετο τους υγιεινούς νεωτερισμούς, αγαπών την ψυχρολουσίαν, τους περιπάτους και τας σωματικάς ασκήσεις, φιλοφρονέστατος εξ άλλου και αβρότατος όχι μόνον προς τους φίλους και γνωρίμους του, αλλά και προς πάντας γενικώς.
Ο αοίδημος Αμβρόσιος, ανελθών εις τον από τετραετίας χηρεύοντα Μητροπολιτικόν θρόνον Λαρίσης, καθώρισεν εν πρώτοις τας ιερατικάς περιφερείας, εγκαταστήσας εις αυτάς μορφωμένους αντιπροσώπους του και επελήφθη της διαπαιδαγωγήσεως και μορφώσεως του υπ’ αυτόν Ιερού Κλήρου, όστις τότε απηρτίζετο ως επί το πλείστον εκ παρηλίκων και αγραμμάτων ιερέων. Συνέστησε τον «Ιερατικόν Σύνδεσμον Λαρίσσης και Περιχώρων», ούτινος ο κυριώτερος σκοπός ήτο η μορφωτική και οικονομική ανάπτυξις των μελών αυτού δια διαλέξεων και διδασκαλιών, τας οποίας συχνότατα και μεθοδικώτατα έκαμνεν ο διαπρεπής ιεράρχης. Η εποικοδόμησις και διασκευή του Μητροπολιτικού της Λαρίσσης Ναού του πολιούχου αυτής Αγίου Αχιλλίου, η εις πολλά χωρία ανέγερσις ναών, ο πλουτισμός τούτων δια των απαραιτήτων ιερών βιβλίων, κωδώνων, αμφίων και άλλων σκευών και επίπλων, επετεύχθη δια χρημάτων του ανωτέρω Ιερατικού Συνδέσμου και εν πολλοίς δαπάναις αυτού τούτου του Αμβροσίου, όστις συνεχίζων την δράσιν και εξωτερικεύων τας φιλανθρωπικάς του αρχάς, διέθετε το μεγαλείτερον μέρος του μισθού του και των άλλων προσόδων του εις την εκπαίδευσιν φτωχών μαθητριών και μαθητών, αριστευόντων εις τα μαθήματά των. Δεκάδες όλαι διδασκαλισσών, διδασκάλων, ιατρών και δικηγόρων, σπουδασάντων δαπάναις του Αμβροσίου, εξασκούσιν ακόμη και σήμερον πολλαχού της Θεσσαλίας το επάγγελμά των, αρκετοί δε ιερείς, των οποίων τα άμφια ιδίαις δαπάναις του κατεσκεύασεν, ιερουργούσιν εισέτι εις διάφορα της Θεσσαλίας χωρία, ευγνωμόνως μνημονεύοντες του αγαθού των εκείνου Πατρός και ακαμάτου ηγέτου των.
Ο Αμβρόσιος εξ άλλου εγκυκλοπαιδικώτατος ών, διέθετο τας ώρας της σχόλης του εις συγγραφήν περισπουδάστων πραγματειών και βιβλίων, ως και μελετών επί διαφόρων εκκλησιαστικών ζητημάτων, αυτός δε ήτο ο το πρώτον εις την Ιεράν Σύνοδον εισηγηθείς κατά το 1902 την μισθοδοσίαν του Κλήρου, την οποίαν όμως οι ιθύνοντες τότε τα του Υπουργείου της Παιδείας απέρριψαν, θεωρήσαντες ταύτην ως «πολυτέλειαν δια τους αρκετά αποκομίζοντας παπάδες». Εκ των διασωθέντων συγγραμμάτων του Αμβροσίου, φυλασσομένων μετά των βιογραφικών του και ιστορικών άλλων σημειώσεών του υπό του φίλου, στενού του συγγενούς κ. Μιχ. Χαδέλη[2], διαχειριστού της συναδέλφου «Κήρυξ», αναφέρομεν: Την «Εισαγωγήν εις την Ορθόδοξον Χριστιανικήν Ηθικήν», τας «Σχέσεις της Εκκλησίας προς το Κράτος», «Περί Ομιλητικής και Εκκλησιαστικών ειδικώς λόγων», «Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον και αι πηγαί αυτού», «Ο Κλήρος και τα προνόμια αυτού», την «Μελέτην επί του Σχίσματος», «Περί Αρχιεπισκόπων, Εξάρχων και Πατριαρχών», «Περί των εν Χριστώ δύο φύσεων» και το ολίγον προ του θανάτου του εκτυπωθέν και διανεμηθέν «Εγκόλπιον των Ιερέων».
Το θέρος του 1909 τίθεται εις το πλευρόν της υπό τον Ζορμπάν στρατιωτικής επαναστάσεως και ετοιμάζεται δια την εφαρμογήν των απαραιτήτων κατ’ αυτόν μέτρων προς ανόρθωσιν της Εκκλησίας και του Κλήρου, πλην όμως δεν επραγματοποίησε ταύτην, της επαναστάσεως αποτυχούσης και αδόξως διαλυθείσης. Μόνος, ούτω, ο Αμβρόσιος εναπομείνας, εγένετο έκτοτε ο στόχος επιθέσεων όχι μόνον αντιφρονούντων πολιτικών, αλλά και συναδέλφων του, οίτινες παρεξηγήσαντες, ως μη ώφειλε, τας διαθέσεις του, εξύφαναν αρκετάς κατ’ αυτού σκευωρίας και πολλάς πικρίας τω επότισαν, τας οποίας όμως ο μεγαλόψυχος ιεράρχης καρτερικώτατα και μίαν προς μίαν εδοκίμασε.
Τοιουτοτρόπως την αθόρυβον δράσιν του αδαμάστου αυτού του εθνισμού κήρυκος, του μέχρις αυτοθυσίας απαρνηθέντος το εγώ του, του αγαθού λευϊτου και εξόχου της ειρήνης και της αγάπης διδασκάλου, βάσκανος μοίρα και δαίμων κακός ανέκοψαν έκτοτε, ιδία δε από του Δεκεμβρίου του 1903, όταν ο Αμβρόσιος ιερουργών εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου της πόλεώς μας, εμνημόνευσε με την στεντορείαν εκείνην φωνήν του και εν αρχή της προσκομίσεως των Τιμίων Δώρων, των εν Αθήναις πεσόντων φοιτητών κατά τας διαδραματισθείσας τότε σκηνάς επί τη απειληθείση μεταφράσει εις την σαχλήν μαλλιαρήν γλώσσαν του ιερού μας Ευαγγελίου[3].
Τον Ιανουάριον του 1910 μηνυθείς[4] υπό πεπορωμένων πολιτικών και αχαρίστων άλλων, πολλαχώς υπ’ αυτού ευεργετηθέντων εις την Ιεράν Σύνοδον, καθηρέθη υπ’ αυτής προφανώς παραπεισθείσης, από του Επισκοπικού αξιώματος. Η εντύπωσις την οποίαν επροξένησεν εις το ποίμνιόν του και ιδία εις τον Λαρισσαϊκόν λαόν, η απόφασις αύτη της Ιεράς Συνόδου υπήρξεν αλγεινοτάτη, εξεγείρασα την χριστιανικήν συνείδησιν και ογκώσασα την λαϊκήν αγανάκτησιν. Εν τούτοις όταν η Λάρισσα σύσσωμος περιεκύκλωσε το Μητροπολιτικόν οίκημα και δακρύουσα διεμαρτύρετο δια το προς τον έξοχον ιεράρχην της προσγενόμενον αδίκημα, ο Αμβρόσιος εξελθών εις το παράθυρον συνέστησε εις το μαινόμενον πλήθος ησυχίαν και σεβασμόν προς το δεδικασμένον, αρκεσθείς να είπη: «Η απόφασις αύτη είναι είς επί πλέον στέφανος δια τους υπέρ της Εκκλησίας υπερτεσσαρακονταετείς αγώνας μου! Η πατρίς, δυστυχώς, ούτως ανταμείβει απότινος τους υπέρ αυτής μοχθούντας».
Από του 1910 ο Αμβρόσιος ιδιώτευεν εν Κεσερλί (Συκουρίω), διάγων βίον αθόρυβον και ομαλώτατον […] . Ευτυχώς τον πλήρη πικριών βίον του Αμβροσίου εγλύκανε κατά το 1911 η υπό της Κυβερνήσεως, ενεργείαις των τότε βουλευτών μας Γεωργίου Βλάχου και Δημητρίου Οικονόμου, χορηγηθείσα αυτώ σύνταξις και η τη εισηγήσει και επιμονή του αειμνήστου διαδόχου του και συνοδικού τότε Αρσενίου Αφεντούλη[5], δοθείσα υπό της Ιεράς Συνόδου συγχώρησις.
Την δευτέραν ημέραν του Πάσχα του 1918, ο Αμβρόσιος Κασσάρας υπό το βάρος εβδομήκοντα έξ όλων ετών, με πάλευκον την πλουσίαν κώμην του και βαρέως τραυματισμένος υπό των τόσων της μοίρας κτυπημάτων εξεμέτρησε το ζήν…[6]».
[1]. Μιξοπόλιος = γκρίζος. Η φυσιογνωμική περιγραφή του μητροπολίτου Αμβροσίου αντιστοιχεί στην εποχή της μεταθέσεώς του στη Λάρισα το 1900.
[2]. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος έφερε στο Συκούριο και τους άμεσους συγγενείς του από την Κάλυμνο, μεταξύ των οποίων και τον αδελφό του Μιχαήλ Κασσάρα, του οποίου η κόρη παντρεύτηκε τον Ηλία Χαδέλλη, πατέρα του δημοσιογράφου Μιχαήλ Χαδέλλη, διευθυντή της τοπικής εφημερίδος «Ημερήσιος Κήρυξ».
[3].Τα «Ευαγγελικά» επεισόδια έγιναν στις 7 Νοεμβρίου 1901, όπου φονεύθηκαν μεταξύ των άλλων και τρεις φοιτητές. Όμως ανάλογες αντιδράσεις είχε προκαλέσει και η μετάφραση της «Ορέστειας» του Αισχύλου. Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινούμενοι από τον καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη, προέβησαν σε διαδηλώσεις οι οποίες κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν ή δύο νεκρούς. Τα επεισόδια αυτά έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά». Προφανώς ο Αμβρόσιος μνημόνευσε στις 6 Δεκεμβρίου 1903 τα ονόματα των φοιτητών οι οποίοι φονεύθηκαν στα πρόσφατα τότε «Ορεστειακά».
[4]. Η μήνυση κατ’ αυτού έγινε τον Δεκέμβριο του 1909, απλώς η απόφαση περί καθαιρέσεως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Ιανουάριο του 1910.
[5]. Ο Αρσένιος Αφεντούλης μετατέθηκε στη μητρόπολη Λαρίσης το 1914.
[6]. Η εξόδιος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στο ναό των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης στο Συκούριο και ενταφιάσθηκε στο προαύλιο του ναού.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com